Αλεξανδρεώτης

Αλεξανδρεώτης
ο (θηλ. -ισσα) [Αλεξάνδρεια]
ο Ευρωπαίος κάτοικος τής αιγυπτιακής Αλεξάνδρειας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αλεξανδρεωτικός — ή, ό (Α ἀλεξανδρεωτικός, ή, ὸν) [ἀλεξανδρεώτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αλεξάνδρεια ή που προέρχεται από αυτήν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”